- κανονιοστοιχία
- η1. σειρά πυροβόλων σε παράταξη2. μονάδα πυροβολικού, πυροβολαρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. batterie. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό ασκήσεων πεζικού].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαταριά — Βλ. λ. συσσωρευτής. * * * η 1. πυροβολισμός 2. σειρά πολλών και τουτόχρονων πυροβολισμών, ομοβροντία 3. (κατ επέκτ.) συνεχής σειρά ομοειδών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batarya < ιταλ. batteria «κανονιοστοιχία»] … Dictionary of Greek
πυροβολοστοιχία — η, Ν η κανονιοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο + στοιχία (< στοιχος < στείχω «βαδίζω»), πρβλ. αμαξο στοιχία, κιονο στοιχία) … Dictionary of Greek